-
1 третий
-ья, -ье (τακτ. αριθμητικό).1. τρίτος•третий год τρίτος χρόνος•
третий урок τρίτο μάθημα.
2. άσχετος με ένα ζήτημα•решение спора -ьим лицом λύση της διαφοράς από τρίτο πρόσωπο.
|| κατώτερος•чай -ьего сорта τσάι τρίτης ποιότητας.
ουσ. το τρίτο (κατά σειρά προσφερόμενο) φαγητό.3. (παρνθ. λ.) τρίτον.4. ουσ. -ья θ. το τρίτο μέρος (του όλου)•две -ьих τα δύο τρίτα.
εκφρ.- ье отделение – παλ. το τρίτο αστυνομικό τμήμα•- ье поколение – η τρίτη γενεά (οι εγγονοί)•- ья скорость – τρίτη ταχύτητα•- ьего дня – προχτές•- ьей руки – μέτριος•в -ьем году – προπέρυσι•в -ьи руки – σε τρίτα χέρια•из -ьих рук ή уст (узнать, услышать – κ.τ.τ.) από τρίτο (όχι από τον ίδιο), εξώδικα•с -ьими петухами – με το τρίτο λάλημα των κοκόριων (πολύ πρωί)•до -ьих петухов – πριν το τρίτο λαλημάτων κο-κορ ιών (πριν τη χαραυγή),
Перевод: со всех языков на греческий
с греческого на все языки- С греческого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Греческий
- Таджикский